πορδάλας

πορδάλας
ο, Ν
κοινή ονομασία τού φυτού λεοντική το λεοντοπέταλο, αλλ. πουρδάλα ή φούσκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορδαλάς — ο, θηλ. πορδαλού, Ν [πορδή] αυτός που κλάνει συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • πορδαλάς — ο θηλ. λού ή πορδού αυτός που έχει τη συνήθεια να αφήνει πορδές, να κλάνει, αλλ. κλανιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης …   Dictionary of Greek

  • πορδαλίζω — Ν [πορδαλάς] κλάνω από συνήθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”